θαλασσίδιος

From LSJ
Revision as of 21:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσίδιος Medium diacritics: θαλασσίδιος Low diacritics: θαλασσίδιος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΙΔΙΟΣ
Transliteration A: thalassídios Transliteration B: thalassidios Transliteration C: thalassidios Beta Code: qalassi/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A = θαλάσσιος, χῶροι Hdt.4.199.

German (Pape)

[Seite 1182] p. = θαλάσσιος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θαλάσσιος.

Greek Monolingual

θαλασσίδιος, -ία, -ον (AM)
το ουδ. ως ουσ. εκκλ. το θαλασσίδιον
κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μοιρ-ίδιος, προικ-ίδιος)].

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσίδιος: Her. = θαλάσσιος.