θελκτικός

From LSJ
Revision as of 08:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελκτικός Medium diacritics: θελκτικός Low diacritics: θελκτικός Capitals: ΘΕΛΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thelktikós Transliteration B: thelktikos Transliteration C: thelktikos Beta Code: qelktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= foreg., δύναμις Sch.E.Or.211.

German (Pape)

[Seite 1193] dasselbe, τὰ θελκτικὰ τῆς μουσικῆς πάθη Schol. Pind. P. 1, 21.

Greek (Liddell-Scott)

θελκτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 211.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θελκτικός, -ή, -όν) θέλγω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»).
επίρρ...
θελκτικώς και -ά
με ελκυστικό τρόπο.