θώμιγξ

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

θῶμιγξ, -γγος, ἡ (Α)
1. λεπτό σχοινί, σπόγγος, τριχιά
2. χορδή τόξου, νεβρά
3. αλιευτική ορμιά, πετονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με ρίζα θωμ(ο)- (πρβλ. λατ. funis «σχοινί», τοχ. ΑΒ tsu- «συνδέω») + επίθημα -ιγγ- δεν θεωρείται πειστική].