Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
-η, -ο (Α ισόπαλος, -ον)
ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα
νεοελλ.
ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος.
επίρρ...
ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως)
με ισοπαλία, με ίση επίδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλος (< πάλη), πρβλ. αντί-παλος, πρωτό-παλος].