καθηλώνω
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Greek Monolingual
(AM καθηλῶ, -όω, Α και κατηλῶ)
1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῖμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.)
2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο στις θέσεις του» β. «από τη συγκίνηση έμεινε καθηλωμένος πάνω στο βήμα» γ. «καθηλώνω το βλέμμα μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθηλώνω < καθηλῶ (< κατ(α)- + ἡλῶ «καρφώνω» < ἧλος «καρφί»].