Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακόστομος

From LSJ
Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόστομος Medium diacritics: κακόστομος Low diacritics: κακόστομος Capitals: ΚΑΚΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kakóstomos Transliteration B: kakostomos Transliteration C: kakostomos Beta Code: kako/stomos

English (LSJ)

ον,

   A foul-mouthed, λέσχαι E.IA1001.    2 lacking in eloquence, Ptol.Tetr.166.    II bad to pronounce, illsounding, Longin.43.1.

German (Pape)

[Seite 1304] mit bösem Munde, schmähend, schmähsüchtig, λέσχαι Eur. I. A. 1001; – schlecht auszusprechen, übelklingend, Longin. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux.
Étymologie: κακός, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόστομος, -ον)
κακολόγος, αισχρολόγος, κακόγλωσσος, υβριστής («κακόστομοι λέσχαι», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από κακοσμία του στόματος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ευγλωττία
2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, κακόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. ελευθερό-στομος, ισχυρό-στομος].

Greek Monotonic

κᾰκόστομος: -ον (στόμα), κακολόγος, σε Ευρ.