καταγωγεύς

From LSJ
Revision as of 15:53, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγωγεύς Medium diacritics: καταγωγεύς Low diacritics: καταγωγεύς Capitals: ΚΑΤΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: katagōgeús Transliteration B: katagōgeus Transliteration C: katagogeys Beta Code: katagwgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A cattle-drover, BGU92(ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

καταγωγεύς: έως, ὁ, κατάγων, καταβιβάζων, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 349, ἔκδ. Mil.

Greek Monolingual

καταγωγεύς, -έως, ὁ (AM)
αυτός που κατεβάζει κάτι
αρχ.
αυτός που καταλύει σε κάποιο μέρος για ανάπαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. εξ-αγωγεύς, προ-αγωγεύς].