καταπάσσω

From LSJ
Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπάσσω Medium diacritics: καταπάσσω Low diacritics: καταπάσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΑΣΣΩ
Transliteration A: katapássō Transliteration B: katapassō Transliteration C: katapasso Beta Code: katapa/ssw

English (LSJ)

Att. καταπάττω, fut. -άσω [ᾰ] (v. infr.): aor. 1

   A -έπᾰσα Men. 708:—besprinkle, bespatter with, πάντα καταπάσω βουλευματίων Ar. Eq.99: usu. c. dat. rei, ἀψινθίῳ κ. μέλι Men. l. c.; γῇ τὰς κεφαλὰς κ. LXX 2 Ma.10.25: also abs., pour out, κ. Χύδην Pherecr.168:— Pass., καταπαττόμενος Ar.Nu.262:—Med., κ. τὰς κεφαλὰς πηλῷ their own heads, v.l. in D.S.1.72,91.    II c. acc. rei, sprinkle, strew over, ἄνθος Χαλκοῦ Hp.Fist.3; ἄλευρα Arist.HA627b20; κατὰ τῆς τραπέζης κ. τέφραν Ar.Nu.177:—Med., καταπασάμενος τῆς κεφαλῆς κόνιν on his own head, J.BJ2.21.3 (v.l. καταμησάμενος) ; γῆν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς v.l. in LXXJb.1.20; τῶν στρωμάτων ῥόδα πολλὰ κατεπέπαστο Luc.Asin.7.

German (Pape)

[Seite 1368] att. -πάττω (s. πάσσω), bestreuen, überstreuen; πάντα ταῦτα καταπάσω βουλευματίων, ich werde Alles damit überstreuen, Ar. Equ. 99; μυῤῥίναις ὁδόν Eumath. 1; ἄλευρα καταπάσαντες Arist. H. A. 9, 40, daraufstreuen; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Ar. Nubb. 177; καταπαττόμενος ib. 261; καταπάττεσθαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ D. Sic. 1, 91; davon κατάπαστος, bestreu't, ἡδυσματίοις, τυρῷ, Teleclid. u. Archestr. Ath. VI, 268 e u. VII, 321 c; στεφάνοις κατάπαστος, mit Kränzen bedeckt, Ar. Equ. 502; von Kleidern, bunt durchwebt oder gestickt, ib. 968; D. Cass. 72, 17.

Greek (Liddell-Scott)

καταπάσσω: Ἀττ., -ττω, μέλλ. -άσω·- πάσσω τι κατά τινος, καταρραντίζω, ἐπιπάσσω, «καταπασπαλίζω», πάντα καταπάσω βουλευματίων καὶ γνωμιδίων καὶ νοιδίων, συνετάχθη οὕτω διότι σημαίνει: πληρώσω, καταπληρώσω τινὰ διὰ τῶν…, Ἀριστοφ. Ἱππ. 99· (Σουΐδ. «καταποικιλῶ, πληρώσω»), ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ. πράγμ., ἀψινθίῳ κ. μέλι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 160· γῇ τὰς κεφαλάς κατ. Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ι΄, 25)· μυρρίναις τὴν ὁδόν Εὐμάθ., πρβλ. κατάπαστος.- Παθ., καταπαττόμενος παιπάλη γενήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 262.- Μέσ. καταπάττεσθαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ, τὰς ἰδίας των κεφαλάς, Διόδ. 1, 71. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπιρρίπτω, ἄνθος χαλκοῦ Ἱππ. 884D· ἄλευρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 59· κατὰ τῆς τραπέζης κ. τέφραν Ἀριστοφ. Νεφ. 177.- Μέσ., καταπάττεσθαι τῆς κεφαλῆς κόνιν, κατὰ τῆς ἰδίας κεφαλῆς ῥίπτειν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21. 3· γῆν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 20, διάφ. γραφ.).- Περὶ τοῦ Ἀππ. Καρχηδ. 129, ἴδε κατάσσω.

French (Bailly abrégé)

saupoudrer, répandre sur.
Étymologie: κατά, πάσσω.

Greek Monolingual

καταπάσσω, αττ. τ. καταπάττω (Α)
1. πασπαλίζω, καταρραντίζω κάτι επιμελώς («ἀψινθίῳ καταπάσσειν μέλι», Μέν.)
2. χύνω ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιο πράγμα
3. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω («κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πάσσω «πασπαλίζω»].

Greek Monotonic

καταπάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πάσω,
I. καταρραντίζω ή καταπιτσιλίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., καταπαττόμενος, στον ίδ.
II. με αιτ. πράγμ., επιρρίπτω, στον ίδ.