κατάσαρκος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A fleshy, plump, Agatharch.Fr.Hist.7 J., Sor.2.57, Antyll. ap. Orib.7.12.8, Alciphr.Fr.5.3; gloss on σωμασκίας, Hdn. Epim.130.
German (Pape)
[Seite 1377] mit Fleisch versehen, fleischig; Ath. XII, 550 c; Ggstz κατάξηρος, Alciphr. frg. 5.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσαρκος: -ον, λίαν σαρκώδης, πολύσαρκος, εὐτραφής, κ. καὶ καταπίμελος Ὀρειβ., Ἀθήν. 550C, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5, ἀντίθ. τῷ κατάξηρος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάσαρκος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα
αρχ.
πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος.
επίρρ...
κατάσαρκα (Μ κατάσαρκα)
ακριβώς πάνω από τη σάρκα του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν-σαρκος, περί-σαρκος].