κιόνιον
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
English (LSJ)
τό, Dim. of κίων,
A small pillar, Ph.Bel.76.15, Poll.7.73, IG3.162, CIG4608 (Palestine). II central column in a snail's shell, Dsc.2.4.
German (Pape)
[Seite 1441] τό, dim. von κίων, kleine Säule; Poll. 7, 73; Inscr. – Im Schneckengehäuse das Pfeilerchen, die Spindel, um welche sich das Schneckengewinde dreht.
Greek (Liddell-Scott)
κῑόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κίων, κιονίσκος, μικρὸς κίων, Συλ. Ἐπιγρ. 481, 4808, Πολυδ. Ζϳ, 73. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., «κιόνια δὲ καλεῖται τὰ ἐπὶ τῶν κηρύκων ἢ πορφυρῶν μέσα περὶ οἷς ἡ ἕλιξ ἐστὶ τοῦ ὀστράκου» Διοσκ. 2. 6.
Greek Monolingual
το (AM κιόνιον, Μ και κιόνιν) κίων
(υποκορ. του κίων) μικρός κίονας
μσν.
1. κολόνα, στύλος («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.)
2. πόδι τραπεζιού ή καρέκλας
αρχ.
κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο ελίσσεται το σπειροειδές κέλυφος τών οστρακοδέρμων.