κισσοστέφανος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον,
A ivy-crowned, of Dionysus, AP9.524.11.
German (Pape)
[Seite 1443] = Folgdm; Bacchus, Anth. IX, 524, 11.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοστέφᾰνος: -ον, ἐστεμμένος κισσῷ, Ἀνθ. Π. 9, 524, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné de lierre.
Étymologie: κισσός, στέφανος.
Greek Monolingual
κισσοστέφανος, -ον (Α)
κισσοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -στέφανος (< στέφανος), πρβλ. σταχυο-στέφανος, χαλκο-στέφανος.
Greek Monotonic
κισσοστέφανος: -ον, στεφανωμένος με κισσό, σε Ανθ.