κισσοστέφανος

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοστέφᾰνος Medium diacritics: κισσοστέφανος Low diacritics: κισσοστέφανος Capitals: ΚΙΣΣΟΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: kissostéphanos Transliteration B: kissostephanos Transliteration C: kissostefanos Beta Code: kissoste/fanos

English (LSJ)

ον,

   A ivy-crowned, of Dionysus, AP9.524.11.

German (Pape)

[Seite 1443] = Folgdm; Bacchus, Anth. IX, 524, 11.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοστέφᾰνος: -ον, ἐστεμμένος κισσῷ, Ἀνθ. Π. 9, 524, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné de lierre.
Étymologie: κισσός, στέφανος.

Greek Monolingual

κισσοστέφανος, -ον (Α)
κισσοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -στέφανος (< στέφανος), πρβλ. σταχυο-στέφανος, χαλκο-στέφανος.

Greek Monotonic

κισσοστέφανος: -ον, στεφανωμένος με κισσό, σε Ανθ.