κισηρώδης
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ες, A = κῐσηροειδής, Ephor.65(e) J., Dsc.5.74.
Greek (Liddell-Scott)
κισηρώδης: -ες, = κισηροειδής, Διόδωρ. 1. 39, Πλούτ. 2. 888D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
mieux que κισσηρώδης;
c. κισηροειδής.
Greek Monolingual
κισηρώδης, -ῶδες (AM) κίσηρις
κισηροειδής.