φρόνησις
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
εως, ἡ,
A purpose, intention, S.OT664 (lyr.); φρόνησιν λαβεῖν λῴω ἡμῖν Id.Ph.1078. 2 thought, ἰδία φ., opp. λόγος ξυνός, Heraclit. 2; φ. ἔχειν Emp.110.10, cf. Arist.Metaph. 1009b18. 3 sense, εἴ τις ἄρα τοῖς ἐκεῖ φ. περὶ τῶν ἐνθάδε γιγνομένων Isoc.14.61. 4 judgment, κατὰ τὴν ἰδίαν φ. οὐδεὶς εὐτυχεῖ Men. Mon.306. 5 arrogance, pride, E.Supp.216; also in good sense, τὸ φῦναι πατρὸς εὐγενοῦς ἄπο ὅσην ἔχει φρόνησιν just pride, Id.Fr. 739. II practical wisdom, prudence in government and affairs, Pl. Smp.209a, Arist.EN1140a24, 1141b23, Isoc.12.204,217, Plu.2.97e, etc.; φιλοσοφίας τιμιώτερον ὑπάρχει φ. Epicur.Ep.3p.64U.: opp. ἀμαθία, Pl.Smp.202a; opp. σῶμα, Id.R.461a; opp. ῥώμη, Isoc.1.6; φρόνησιν ἀσκεῖν X.Mem.1.2.10, Isoc.1.40, cf. 15.209: pl., ἡδοναὶ καὶ φρονήσεις Pl.Phlb.63a; ἡλικίαι καὶ φ. Id.Lg.665d; also attributed to sagacious animals, Arist.GA753a12, HA608a15. III Pythag. name for three, Theol.Ar.14.
German (Pape)
[Seite 1308] ἡ, das Denken, der Verstand, die Klugheit, Einsicht; Soph. φρόνησιν εἰ τάνδ' ἔχω O. R. 664; λαβεῖν Phil. 1067; Eur. Suppl. 228; nach Arist. eth. 6, 5,4 ἕξις ἀληθὴς μετὰ λόγου πρακτικὴ περὶ τὰ ἀνθρώπῳ ἀγαθὰ καὶ κακά; Plat. vrbdt φρόνησις καὶ ἐπιστήμη καὶ νοῦς, Phil. 13 e; Ggstz ἀμαθία, Conv. 202 c, u. öfter.