κόμιον
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό, Dim. of κόμη, Arr.Epict.2.24.24, 3.22.10. II = προκόμιον, Dialex.2.13.
German (Pape)
[Seite 1478] τό, der Skalp, die mit den Haaren (κόμη) abgezogene Kopfhaut, Siegeszeichen eines erlegten Feindes bei den Scythen, Her. 4, 64. – Als Dimin. = ein wenig Haar, Arr. Epict. 2, 24, 25.
Greek (Liddell-Scott)
κόμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόμη, Ἀρρ. Ἐπίτκ. 2. 24., 3. 22, 10. ΙΙ. = προκόμιον, πρβλ. Wess. Ἡρόδ. 4. 64.
Greek Monolingual
κόμιον, τὸ (Α)
1. υποκορ. του κόμη
2. τούφα από χαίτη αλόγου που πέφτει στο μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + υποκορ. κατάλ. -ιον].