κολοκύθα

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο κολοκύθι
2. δοχείο για υγρές ή στερεές σε χύμα ουσίες που κατασκευάζεται από τον αποξηραμένο καρπό ενός είδους του φυτού κολοκυθιά, αλλ. νεροκολοκύθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη, με απλοποίηση του συμπλέγματος -νθ- για ευφωνικούς λόγους (πρβλ. ανθός: αθός) ή, κατ' άλλη άποψη, είναι μεγεθυντικό του υποκορ. κολοκύθι πρβλ. καλύβι: καλύβα)].