κράβατος
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
v. κράββατος.
Greek Monolingual
και κράββατος, ο (AM κράβατος και κράβαττος και κράβακτος, Α και κράββατος)
ανάκλιντρο, κρεβάτι, ιδίως χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ)
νεοελλ.-μσν.
φέρετρο
αρχ.
όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ. μακεδονική διάλ. Απαντά ως δάνειο και στη Λατινική (πρβλ. λατ. grabatus).
ΠΑΡ. αρχ. κραβάκτιον, κραβατάλιον, κραβάτιον, κραββατίζω
μσν.
κραβακτήριος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κραβαττοπυρία, κραββατοποιός, κραββατοφόριος].