κροκόμαγμα

From LSJ
Revision as of 16:37, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκόμαγμα Medium diacritics: κροκόμαγμα Low diacritics: κροκόμαγμα Capitals: ΚΡΟΚΟΜΑΓΜΑ
Transliteration A: krokómagma Transliteration B: krokomagma Transliteration C: krokomagma Beta Code: kroko/magma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A residuum after the saffron-unguent has been expressed, Dsc.1.27, Asclep. ap. Gal.13.210, PMasp.141 ii a 23 (vi A. D.).    2 a compound drug, Damocr. ap. Gal.14.133, Paul. Aeg.7.12.

German (Pape)

[Seite 1512] τό, was bei der Bereitung des Saffranöls übrig bleibt, die holzigen Theile der Gewürze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κροκόμαγμα: τό, «τὸ δὲ κροκόμαγμα γίνεται ἐκ τοῦ κροκίνου μύρου, τῶν ἀρωμάτων ἐκπιεσθέντων καὶ ἀναπλασθέντων» Διοσκ. 1. 26. 2) ἐν Δημοκρ. παρὰ Γαλην. 13. 905, Παῦλ. Αἰγ. 7. 12, 20, εἶναι σύνθετόν τι φάρμακον.

Greek Monolingual

κροκόμαγμα, το (AM)
είδος σύνθετου φαρμάκου
αρχ.
απόσταγμα κρόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + μάγμα «αλοιφή» (< μάσσω «ζυμώνω»)].