κρυσταλλικός

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στους κρυστάλλους ή έχει μορφή ή σύνθεση κρυστάλλου
2. χημ. αυτός που αποτελείται από άθροισμα κρυστάλλων («κρυσταλλικά σώματα»)
3. φρ. α) «κρυσταλλική δομή» — η ιδιαίτερη διάταξη τών ατόμων σε έναν δεδομένο κρύσταλλο όπως αυτή καθορίζεται από τα σχετικά μεγέθη τους και από τις δυνάμεις που τά συνδέουν
β) «κρυσταλλική τάξη» — σύνολο κρυστάλλων οι οποίοι παρουσιάζουν τα ίδια στοιχεία συμμετρίας
γ) «κρυσταλλικό πέτρωμα» — πέτρωμα που αποτελείται εξ ολοκλήρου από κρυσταλλωμένα ορυκτά και δεν περιέχει υαλώδες υλικό
δ) «κρυσταλλικό πλέγμα» — απλοποιημένος τρόπος αναπαράστασης της διάταξης τών ατόμων σε ένα κρυσταλλικό στερεό
ε) «κρυσταλλικό σύστημα» — μια από τις επτά κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crystal < μσν. αγγλ. cristal < λατ. crystallum < κρύσταλλος.