κτηματολόγιο

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

το
1. δημόσιο βιβλίο στο οποίο είναι καταχωρισμένα η θέση, τα όρια, το εμβαδόν, η αξία και η κυριότητα τών ακινήτων μιας χώρας ή περιφέρειας, καθώς και οι εμπράγματες δικαιοπραξίες που τά αφορούν, αλλ. κτηματικό βιβλίο
2. η υπηρεσία στην οποία υπάρχει το βιβλίο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + περιληπτ. κατάλ. -λόγιο (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. δειγματο-λόγιο, τιμο-λόγιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στα Βασιλικά Διατάγματα].