κυοφορία

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠοφορία Medium diacritics: κυοφορία Low diacritics: κυοφορία Capitals: ΚΥΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: kyophoría Transliteration B: kyophoria Transliteration C: kyoforia Beta Code: kuofori/a

English (LSJ)

ἡ, = κυοφόρησις (pregnancy), LXX 4 Ma. 15.6 (pl.), Sor. 1.47, Hierocl. p. 63 A. (pl.), v.l. in Artem. 1.14.

German (Pape)

[Seite 1534] ἡ, Schwangerschaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυοφορία: ἡ, ἐγκυμοσύνη, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 30, Κλήμ. Ἀλ. 9, Ἀρτεμίδ. 1. 14· ― κῠο-φόρος, ον, ἔγκυος, γόνιμος, γῆ Ἐτυμ. Μέγ. 546. 8.

Greek Monolingual

η (AM κυοφορία) κυοφορώ
η κατάσταση της εγκύου, κύηση, εγκυμοσύνη («τῷ τῆς κυοφορίας βλαστήματι τῷ κόσμῳ τὴν εὐλογίαν ἐξήνθησας», Μηναί.).