μόνοικος

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνοικος Medium diacritics: μόνοικος Low diacritics: μόνοικος Capitals: ΜΟΝΟΙΚΟΣ
Transliteration A: mónoikos Transliteration B: monoikos Transliteration C: monoikos Beta Code: mo/noikos

English (LSJ)

ὁ, epithet of Heracles in Southern Gaul, Str.4.6.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μόνοικος, ὁ)
νεοελλ.
φρ. α) «μόνοικο φυτό»
βοτ. το φυτό που φέρει άρρενα και θήλεα άνθη μαζί στο ίδιο στέλεχος, σε αντιδιαστολή με το δίοικο φυτό
β) «μόνοικος μύκητας» — ο μύκητας που φέρει τα όργανα τών δύο φύλων στον ίδιο θαλλό, καθώς και όλα τα είδη μυκήτων που δεν έχουν αναπαραγωγικά όργανα και στα οποία το μυκήλιο μπορεί να είναι τόσο δότης όσο και δέκτης πυρήνων
αρχ.
προσωνυμία του Ηρακλέους στη Νότια Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + οἶκος.