μαργαρίνη

From LSJ
Revision as of 14:47, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

η
τρόφιμο που παρασκευάζεται από μίγμα ζωικών και φυτικών, κυρίως, λιπών υπό μορφή γαλακτώματος σε τυρόγαλα ή σε γάλα που έχει υποστεί ζύμωση, και το οποίο έχει την πυκνότητα, την όψη, τη γεύση και την οσμή του βουτύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. margar-ine < μάργαρον. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].