Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Full diacritics: χαλκεόκρᾱνος | Medium diacritics: χαλκεόκρανος | Low diacritics: χαλκεόκρανος | Capitals: ΧΑΛΚΕΟΚΡΑΝΟΣ |
Transliteration A: chalkeókranos | Transliteration B: chalkeokranos | Transliteration C: chalkeokranos | Beta Code: xalkeo/kranos |
ον,
A bronze-tipped, ἰός B.5.74.
-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. δορύ-κρανος, ταυρό-κρανος].