λατρεύς
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
έως, ὁ,
A hired servant, Lyc.393.
German (Pape)
[Seite 18] ὁ, der Diener um Lohn, Lycophr. 393.
Greek (Liddell-Scott)
λατρεύς: έως, ὁ, ἐπιμίσθιος ὑπηρέτης, Λυκόφρ. 393.
Greek Monolingual
λατρεύς, -έως, ὁ (Α) λάτρον
1. αυτός που υπηρετεί κάποιον επί μισθώ, θεράπων, δούλος, υπηρέτης
2. αφοσιωμένος σε κάποιον, λατρευτής.