λευκόροδον
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
τό,
A the white rose, Gloss.
German (Pape)
[Seite 34] τό, die weiße Rose.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόροδον: τό, λευκὸν ῥόδον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
λευκόροδον, τὸ (Α)
λευκό ρόδο.