λεωκόνητος
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
v. λέως.
Greek Monolingual
λεωκόνητος και λεωκόνιτος, ὁ (Α)
ο εξολοθρευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεωκόνητος < λεῖος, με επίδραση του επιρρ. λέως «εντελώς, τελείως» + θ. κον- (του καίνω «σκοτώνω», πρβλ. παρακμ. κέ-κον-α), πρβλ. τρι-κόνητος, ο δε τ. λεωκόνιτος με πιθ. επίδραση του κονίω < κόνις «σκόνη»].