λωβήεις

From LSJ
Revision as of 16:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβήεις Medium diacritics: λωβήεις Low diacritics: λωβήεις Capitals: ΛΩΒΗΕΙΣ
Transliteration A: lōbḗeis Transliteration B: lōbēeis Transliteration C: lovieis Beta Code: lwbh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A outrageous, A.R.3.801, Tryph.261.

Greek (Liddell-Scott)

λωβήεις: εσσα, εν, βλαβερός, ἐπονείδιστος, φθοροποιός, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 801, Τρυφ. 261. - λωβηρός, ά, όν, = βλαβερός, Βακχυλ. 1β 9.

Greek Monolingual

λωβήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. βλαβερός
2. υβριστικός, προσβλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τραπεζ-ήεις, φθογγ-ήεις)].