μελάμβιος
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ον,
A of dark and dreary life, Hsch.
German (Pape)
[Seite 118] von schwarzem, dunkelm Leben, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμβιος: -ον, «σκοτεινὸς τὸν βίον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελάμβιος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινὸς τὸν βίον ἢ μελανός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βίος (πρβλ. νυκτό-βιος)].