μετακοσμώ
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
Greek Monolingual
μετακοσμῶ, -έω (Α)
μεταβάλλω μια διακόσμηση ή τάξη ή κατάσταση, μεταρρυθμίζω (α. «οὕτως μετακοσμεῑται πρὸς τὸ φῶς ἡ πτέρωσις», Λουκιαν.
β. μτφ. «μετακοσμεῖν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κοσμῶ «στολίζω» (< κόσμος «τάξη»)].