μεταλλείο
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
το (Α μεταλλεῖον) μέταλλο
νεοελλ.
1. ο χώρος ὄπου γίνεται η εξόρυξη μεταλλεύματος και το σύνολο τών σχετικών εγκαταστάσεων, ορυχείο μετάλλων, μεταλλωρυχείο
2. μτφ. α) αυτός που έχει κάτι σε αφθονία («είναι μεταλλείο φιλοσοφίας»)
β) αστείρευτη πηγή πλούτου («το βιολί του είναι γι' αυτόν μεταλλείο)
αρχ.
μέταλλο («σίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μεταλλεῑα», Πλάτ.).