Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετωπικός

From LSJ
Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπικός Medium diacritics: μετωπικός Low diacritics: μετωπικός Capitals: ΜΕΤΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: metōpikós Transliteration B: metōpikos Transliteration C: metopikos Beta Code: metwpiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = μετωπίδιος (on the forehead), Heliod. ap. Orib. 48.27.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μετωπικός, -ή, -όν) μέτωπον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέτωπο, μετωπιαίος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατιωτικό μέτωπο, στην πρώτη γραμμή της στρατιωτικής παράταξης («μετωπικά πυρά»)
2. αυτός που γίνεται κατά μέτωπο (α. «μετωπική επίθεση» β. «μετωπική σύγκρουση»)
3. φρ. α) «μετωπική επιφάνεια»
φυσ. το εμβαδόν της μέγιστης διατομής που παρουσιάζει ένα σώμα όταν κινείται σε ρεύμα ενός ρευστού και η οποία προσδιορίζεται σε διεύθυνση κάθετη προς τη ροή του ρεύματος
β) «μετωπικό σημείο»
ανθρωπολ. το μετώπιον.
επίρρ...
μετωπικώς και -ά
κατά μέτωπο.