μηλιά

From LSJ
Revision as of 15:12, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

και μηλέα, η (ΑΜ μηλέα, Α ποιητ. τ. μηλείη)
κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών του γένους malus, φυλλοβόλων δένδρων και θάμνων τών εύκρατων ζωνών και τών δύο ημισφαιρίων που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες, και ειδικότερα του είδους Μalus communis το οποίο καλλιεργείται ευρύτατα για τους εύγευστους και ωφελιμότατους καρπούς του
αρχ.
φρ. α) «μηλέα ἡ Ἀρμενική» — η βερικοκιά
β) «μηλέα ἡ Περσική» — η ροδακινιά
γ) «μηλέα ἡ Μηδική» — η λεμονιά
δ) «μηλέα ἡ Κυδωνία» — η κυδωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) (πρβλ. κυν-έα συκ-έα). Ο τ. μηλιά από το μηλέα με συνίζηση (πρβλ. συκέα: συκιά)].