μήνιγγα

From LSJ
Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue

Source

Greek Monolingual

η (Α μῆνιγξ, -ιγγος)
καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα —χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα— τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό
νεοελλ.
στον πληθ. οι μήνιγγες
ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια
αρχ.
1. το τύμπανο του αφτιού
2. ο αφρός του γάλατος
3. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὑφιστάμενον τοῑς οἰνηροῑς πίθοις ἐν τῷ οἴνῳ πρὸ τοῦ ἀνθεῑν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. σάλπ-ιγξ, σύρ-ιγξ). Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα me(m)s-n- «κρέας» (πρβλ. μηρός) και συνδέεται με λέξεις που έχουν σημ. «κρέας» (πρβλ. αρχ. ινδ. māmsa-, mās, αρμ. mis, αρχ. σλαβ. męso). Για την εξέλιξη από τη σημ. «κρέας» στη σημ. «εσωτερικό μέρος του δέρματος» πρβλ. σλοβεν. mezdra, ρωσ. myazdra «ενδότερο τμήμα του δέρματος» και το λατ. membrāna «υμένας, λεπτό δέρμα» (< λατ. membrum «μέλος του σώματος»).
ΠΑΡ. μηνίγγι(ον)
νεοελλ.
μηνιγγικός, μηνιγγισμός, μηνιγγιτικός, μηνιγγίτιδα.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μηνιγγότρωτος, μηνιγγοφύλαξ
νεοελλ.
μηνιγγαιμορραγία, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, μηνιγγοκήλη, μηνιγγόκοκκος, μηνιγγομυελίτιδα, μηνιγγοτροπισμός, μηνιγγότυφος].