μίτυς

From LSJ
Revision as of 00:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίτυς Medium diacritics: μίτυς Low diacritics: μίτυς Capitals: ΜΙΤΥΣ
Transliteration A: mítys Transliteration B: mitys Transliteration C: mitys Beta Code: mi/tus

English (LSJ)

υος, ἡ, a substance used by bees; a sort of

   A propolis, Arist. HA624a14.

German (Pape)

[Seite 193] υος, ἡ, eine Art Wachs, womit die Bienen die Fugen der Bienenstöcke verkleben, Arist. H. A. 9, 40, v. l. μῆτυς.

Greek (Liddell-Scott)

μίτυς: -υος, ἡ ὁ κηρὸς δι’ οὗ αἱ μέλισσαι καλύπτουσι καὶ φράττουσι τὰ ἀνοίγματα, δηλ. τὰς «χαραγμάδας» τῶν κυψελῶν των, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
terre glaise utilisée par les abeilles.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

μίτυς, -υος, ἡ (Α)
κολλώδης ουσία, με την οποία οι μέλισσες καλύπτουν τις κυψέλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Russian (Dvoretsky)

μίτυς: υος ἡ пчелиный клей Arst.