Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Full diacritics: μωροκᾰκοήθης | Medium diacritics: μωροκακοήθης | Low diacritics: μωροκακοήθης | Capitals: ΜΩΡΟΚΑΚΟΗΘΗΣ |
Transliteration A: mōrokakoḗthēs | Transliteration B: mōrokakoēthēs | Transliteration C: morokakoithis | Beta Code: mwrokakoh/qhs |
ες, both knave and fool, Procop.Arc. 6.
[Seite 226] ες, von dummer Bosheit, Sp.
μωροκᾰκοήθης: -ες, μωρὸς ἅμα καὶ κακοήθης, Προκόπ. ΙΙΙ. 56, 14.
μωροκακοήθης, -ες (Α)
μωρός και συνάμα κακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + κακοήθης.