νυκτήγρετον
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
τό, Oriental plant, said to be luminous at night, Plin.HN21.62.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτήγρετον: τό, μυθώδης τις βοτάνη παρὰ Πλινίῳ 21. 57.
Greek Monolingual
νυκτήγρετον, τὸ (Α)
μυθικό φυτό της Ανατολής για το οποίο έλεγαν ότι έλαμπε κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + θ. ηγρε- του ἐγείρω (πρβλ. νυκτηγρετώ) με έκταση εν συνθέσει].
German (Pape)
τό, eine Pflanze, Plin. H.N. 21.12, von deren Leuchten bei Nacht viel gefabelt wurde.