ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: {{{Full diacritics}}} | Medium diacritics: χρηματαγωγός | Low diacritics: {{{Low diacritics}}} | Capitals: ΧΡΗΜΑΤΑΓΩΓΟΣ |
Transliteration A: chrēmatagōgós | Transliteration B: chrēmatagōgos | Transliteration C: chrimatagogos | Beta Code: xrhmatagwgo/s |
ὁ,
A money-carrier, PHib.1.110.52, al. (iii B. C.).
ὁ, Α
υπάλληλος επιφορτισμένος με τη μεταφορά χρημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].