νεόκτονος

From LSJ
Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκτονος Medium diacritics: νεόκτονος Low diacritics: νεόκτονος Capitals: ΝΕΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: neóktonos Transliteration B: neoktonos Transliteration C: neoktonos Beta Code: neo/ktonos

English (LSJ)

ον, (κτείνω)

   A lately or just killed, Pi.N.8.30.

German (Pape)

[Seite 242] neuerdings, eben erst getödtet, Pind. N. 8, 30.

Greek (Liddell-Scott)

νεόκτονος: -ον, (κτείνω) ὁ πρὸ μικροῦ ἢ ἄρτι φονευθείς, Πινδ. Ν. 8. 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient d’être tué.
Étymologie: νέος, κτείνω.

English (Slater)

νεόκτονος
   1 newly slain ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ (N. 8.30)

Greek Monolingual

νεόκτονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο («τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῑ νεοκτόνῳ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κτονος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. χοιρό-κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Greek Monotonic

νεόκτονος: -ον (κτείνω), πρόσφατα ή μόλις σκοτωμένος, σε Πίνδ.