νέρθε

From LSJ
Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέρθε Medium diacritics: νέρθε Low diacritics: νέρθε Capitals: ΝΕΡΘΕ
Transliteration A: nérthe Transliteration B: nerthe Transliteration C: nerthe Beta Code: ne/rqe

English (LSJ)

νέρθεν,

   A v. ἔνερθε.

German (Pape)

[Seite 246] u. vor einem Vocale od. um Position zu machen, νέρθεν, = ἔνερθε, unten; ῥαίνοντο δὲ νέρθε κονίῃ, Il. 11, 282; αἵματι δ' ἄξων νέρθεν ἅπας πεπάλακτο, 535, öfter; auch als Präpos. c. gen., unten, γαίης νέρθε καθεῖσε, Il. 14, 204 Od. 11, 302; auch νέρθεν ὑπ' ἐγκεφάλοιο, Il. 16, 347; νέρθεν γᾶς, Pind. frg. 226; Aesch. vrbdt ὑπὸ γῆν νέρθεν τ' Ἀΐδου, Prom. 152; τοὺς γᾶς νέρθεν, Ch. 40; Soph. eben so nur in Beziehung auf die Unterwelt, O. C. 1705 Trach. 1192; Eur. I. A. 1251 u. öfter; auch αἳ Κιθαιρῶνος λέπας νέρθεν κατῳκήκασιν, Bacch. 751.

Greek (Liddell-Scott)

νέρθε: καὶ πρὸ φωνήεντος ἢ χάριν τοῦ μέτρου νέρθεν, ἴδε ἐν λέξ. ἔνερθε.

French (Bailly abrégé)

c. νέρθεν.

Greek Monolingual

νέρθε και νέρθε(ν) (Α)
επίρρ. βλ. ένερθε.

Greek Monotonic

νέρθε: και πριν από φωνήεν ή χάριν μέτρου νέρθεν = ἔνερθε.