νομοκράτης

From LSJ
Revision as of 10:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

νομοκράτης, ὁ (Μ)
1. αυτός που εποπτεύει για την εφαρμογή τών νόμων, δικαστής
2. οπαδός πολιτικο-οικονομικού συστήματος του μεσαίωνα το οποίο απέβλεπε στην ενοποίηση του δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -κράτης (< κρατώ), πρβλ. τρομοκράτης].