πατροκίνητος

From LSJ
Revision as of 11:14, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

German (Pape)

[Seite 536] vom Vater bewegt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πατροκίνητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ πατρὸς κινηθείς, πᾶσα πατροκινήτου φωτοφανείας πρόοδος, «πᾶσα θεοκινήτου φωτοχυσίας προέλευσις» (Παχυμέρ.), Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐραν. Ἱεραρχ. 1. 1.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που κινήθηκε, που προξενήθηκε από τον Θεό-Πατέρα («πατροκινήτου φωτοφανείας», Διον. Αρεοπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -κίνητος (< κινῶ), πρβλ. θεοκίνητος].