οὐλοκίκιννα
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
[κῐκ], poet.for οὖλοι κίκιννοι (cf.
A οὐλοκάρηνος 11), Telesill. ap. Poll.2.23 (Bgk.(8) reads οὐλοκίκιννος).
German (Pape)
[Seite 413] τά, poet. = οὖλοι κίκιννοι, krause Locken, Telesilla bei Poll. 2, 23. Vgl. οὐλόκρανος.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλοκίκιννα: ποιητ. ἀντὶ οὖλοι κίκιννοι (πρβλ. οὐλοκάρηνος ΙΙ), Τελέσιλλα παρὰ Πολυδ. Β΄, 23˙ ὁ Bgk. (9) ἀναγινώσκει οὐλοκίκιννος.
Greek Monolingual
οὐλοκίκιννα, τὰ (Α)
(ποιητ. τ. αντί οὖλοι κίκιννοι) τα κατσαρά τσουλούφια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κίκιννος «τσουλούφια αλόγων»].