περιρραντήριο

From LSJ
Revision as of 11:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113

Greek Monolingual

το / περιρραντήριον, ΝΜΑ
1. χρυσό ή αργυρό σκεύος με αγιασμένο νερό, με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν προτού εισέλθουν στον ναό
2. λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα γυναικών ή λιονταριών, οι οποίες ήταν τοποθετημένες στην είσοδο κάθε ιερού χώρου και περιείχαν αγιασμένο νερό για το καθαρτήριο πλύσιμο τών πιστών
3. σκεύος με νερό εξαγνισμού με το οποίο ράντιζαν τα σφάγια κατά τις θυσίες και ιεροτελεστίες
νεοελλ.-μσν.
το όργανο με το οποίο οι ιερείς ραίνουν τους πιστούς με αγιασμό, η αγιαστούρα, το ραντιστήρι, η φωτιστήρα
αρχ.
1. η περίρρανσις, το ράντισμα γύρω γύρω, από όλες τις πλευρές
2. φρ. «περιρραντήρια ἀγορᾱς» — τα μέρη της αγοράς που ραντίζονταν με νερό εξαγνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιρραίνω + επίθημα -τήριο(ν), πρβλ. απορραντήριον].