πορνοβοσκός

From LSJ
Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνοβοσκός Medium diacritics: πορνοβοσκός Low diacritics: πορνοβοσκός Capitals: ΠΟΡΝΟΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: pornoboskós Transliteration B: pornoboskos Transliteration C: pornovoskos Beta Code: pornobosko/s

English (LSJ)

ὁ,

   A brothel-keeper, Myrtil. 4, Aeschin.3.246, D.59.30, Arist.EN1121b33: title of plays by Eubulus, Anaxilas, and Posidippus, and mime by Herodas.

German (Pape)

[Seite 684] Huren haltend, subst. der Hurenwirth; ὑπὸ πορνοβοσκῷ εἶναι, Dem. 59, 30; Aesch. 1, 188; Ath. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πορνοβοσκός: ὁ, ὁ διατηρῶν πόρνας, ὁ διευθύνων πορνεῖον, Μυρτίλ. ἐν Ἀδήλ. 1, Αἰσχίν. 89. 4, Δημ. 1354. 22, κτλ. ― ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Εὐβούλου.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui tient une maison de prostitution.
Étymologie: πόρνη, βόσκω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
μαστροπός, προαγωγός
αρχ.
ως κύριο όν. Πορνοβοσκός
τίτλος κωμωδιών του Ευβούλου, του Αναξίλα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + βοσκός.

Greek Monotonic

πορνοβοσκός: ὁ, αυτός που διατηρεί οίκο ανοχής, σε Αισχίν., Δημ.