Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
ποντοπορῶ, -έω, ΝΜΑ ποντοπόρος
1. (για πλοίο) διαπλέω τη θάλασσα
2. (για πρόσ.) ταξιδεύω με πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος («καὶ πλῆθος ἐφοδίων ἄφθονον, ὅπως ἐπιλίπῃ μηδέν αὐτοὺς ποντοποροῦντας», Πλούτ.)
αρχ.
μτφ. παλεύω με τις αντιξοότητες της ζωής.