νυκτοειδής

From LSJ
Revision as of 00:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοειδής Medium diacritics: νυκτοειδής Low diacritics: νυκτοειδής Capitals: ΝΥΚΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: nyktoeidḗs Transliteration B: nyktoeidēs Transliteration C: nyktoeidis Beta Code: nuktoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like night, offog, Hp.Aër.8 ; χρόνος ἐστὶν ἡμεροειδὲς καὶ ν. φάντασμα Epicur.Fr.294 (p.353 U.) ; σκότος Iamb. Protr.21.κθ'.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νύκτα, ἐπὶ ὀμίχλης ἢ ἀχλύος, Ἱππ. π. Ἀερ. 285, πρβλ. Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 181.

Greek Monolingual

νυκτοειδής, -ές (Α) [[νυξ, νυκτός]]
όμοιος με τη νύχτα, σκοτεινός.
επίρρ...
νυκτοειδῶς (Μ)
με σκοτεινό χρωματισμό («ἵνα τὰ ζιζάνια φανερὰ γένηται νυκτοειδῶς», Στουδ. Θεόδ.).

Russian (Dvoretsky)

νυκτοειδής: похожий на ночь, подобный ночи (φάντασμα Sext.).