Ξανθίας
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
ου, ὁ,
A Xanthias, typical name of a slave in Greek comedy (from his yellow wig), Ar.Ach.243,Av.656,V.1,Ra.1, cf. Aeschin. 2.157. II a throw of the dice, Hsch., cf. Eub.59.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Xanthias.
Étymologie: ξανθός.
Greek Monolingual
Ξανθίας, ὁ (Α)
Ξάνθος
1. όνομα δούλου πονηρού, κωμικού και αυθάδους, το οποίο ήταν συχνό στην αρχαία ελληνική κωμωδία
2. (ως προσηγορικό) α) δούλος
β) είδος ρίψης τών ζαριών.
Greek Monotonic
Ξανθίας: -ου, ὁ, Ξανθίας, όνομα δούλου σε κωμωδία, σε Αριστοφ.· χωρίς αμφιβολία είχε ξανθά μαλλιά· πρβλ. πυρρίας.