οίκτος
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
Greek Monolingual
ο (ΑΜ οἶκτος)
αίσθημα λύπης για την κατάσταση κάποιου, ευσπλαγχνία, συμπάθεια («δι' οὶκτου χεῖρά θ' ἱκεσίαν ἔχω», Ευρ.)
νεοελλ.
περιφρόνηση, αποτροπιασμός
αρχ.
1. θρήνος, οδυρμός («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», Αισχύλ.)
2. αντικείμενο οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. «θρήνος, οδυρμός» της λ. οἶκτος οδηγεί στη σύνδεση της με το ρ. οἴζω «θρηνώ, οδύρομαι» (πρβλ. οιζύς, οίμοι). Η οικογένεια της λ. οἶκτος είναι συνώνυμη με εκείνην της λ. ἔλεος, αλλά περισσότερο εκφραστική].