ὀπωριαῖος
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
α, ον,
A autumnal, τὰ ὀ., = ὀπώρα 11, fruit, Thphr.Ign.41.
German (Pape)
[Seite 364] zur ὀπώρα gehörig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωριαῖος: -α, -ον, φθινοπωρινός, τὰ ὀπωριαῖα, = ὀπώρα ΙΙ, καρπός, Θεοφρ. π. Πυρ. 41.
Greek Monolingual
ὀπωριαῑος, -αία, -ον (Α)
1. φθινοπωρινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῑα
τα φρούτα, τα οπωρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωρ-ιαίος)].