παγγυναικί
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
Adv.
A with all their women, παμπαιδὶ καὶ π. D. C.41.9.
German (Pape)
[Seite 435] mit allen Frauen, neben παμπαιδὶ παρῆσαν, D. Cass. 41, 9.
Greek (Liddell-Scott)
παγγῠναικί: Ἐπίρρ. μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν, παμπαιδὶ καὶ παγγυναικί, μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν καὶ παιδίων, Δίων Κ. 41. 9.
Greek Monolingual
παγγυναικί (Α)
επίρρ. μαζί με όλες τις γυναίκες («παμπαιδὶ καὶ παγγυναικὶ παρῆσαν», Δἴων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + γυνή, γυναικός + επιρρμ. κατάλ. -ί].